ανακρέμαση

ανακρέμαση
[-ις (-εως)] η , ανακρέμασμα τό обл
1) (повторное) подвешивание; 2) подвешивание (высоко); 3) перерыв, остановка в работе; 4) капель (с крыши); 5) высыхание (роднике); 6) засуха

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανακρέμαση" в других словарях:

  • ανακρέμαση — η 1. κρέμασμα από ψηλά, ανάρτηση 2. η εκ νέου ανάρτηση, ξανακρέμασμα 3. η πρόσδεση τών τελευταίων άκρων τού στημονιού κατά το τέλος τής ύφανσης σε ραβδί που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια* 4. συγκέντρωση νεφών… …   Dictionary of Greek

  • ανακρεμασίδι — το [ανακρέμαση] 1. πέτρα κρεμασμένη με σχοινί από το πίσω αντί* για να κρατάει με το βάρος του τεντωμένο το στημόνι* 2. ράβδος κρεμασμένη με σχοινί από το αντί, κατά μήκος τής οποίας προσδένονται προς το τέλος τής ύφανσης τα άκρα τού στημονιού… …   Dictionary of Greek

  • ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»